- συνδέσμιος
- -α, -ο / συνδέσμιος, -ον, ΝΜΑαυτός που είναι δέσμιος ή αιχμάλωτος μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δέσμιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδέσμιον — συνδέσμιος convinctus masc/fem acc sg συνδέσμιος convinctus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδεσμίοις — συνδέσμιος convinctus masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδεσμίους — συνδέσμιος convinctus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμιοι — συνδέσμιος convinctus masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέτης — ο, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που συνδέει ή ο κατάλληλος για σύνδεση, συνδετήρας ή συνδετικός («τὸν συνδέτην... τῶν ξύλων ἢ φακέλων», Νικ. Χων.) 2. ναυτ. μεταλλική ράβδος που συνδέει και στηρίζει τοιχώματα, αλλ. συνδετική ράβδος αρχ. συνδέσμιος,… … Dictionary of Greek
συνδεσμώτης — ο, ΝΜΑ [δεσμώτης] συνδέσμιος … Dictionary of Greek
ԿԱՊԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 1053 Chronological Sequence: 5c, 6c, 11c, 12c ա. συνδέσμιος, συνδεδέμενος simul vinctus, convinctus, colligatus. Կապեալն ընդ այլում. կցորդ նոյն կապոյ. ամոլակից. զոր օրինակ մարմինն կոչի կապակից հոգւոյն. *Տեր ʼի վերայ կացոյց նոցա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)